- θεραπαινίδιον
- θεραπαινίδιον, το (Α)υπηρετριούλα («θεραπαινιδίου στολήν λαμβάνουσα», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θεράπαινα + υποκορ. καταλ. -ίδιον (πρβλ. χοιρ-ίδιον (< χοίρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεραπαινίδιον — neut nom/voc/acc sg θεραπαινίς neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινιδίω — θεραπαινίδιον neut nom/voc/acc dual θεραπαινίδιον neut gen sg (doric aeolic) θεραπαινίς neut nom/voc/acc dual θεραπαινίς neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινιδίοις — θεραπαινίδιον neut dat pl θεραπαινίς neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινιδίου — θεραπαινίδιον neut gen sg θεραπαινίς neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινιδίων — θεραπαινίδιον neut gen pl θεραπαινίς neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινίδια — θεραπαινίδιον neut nom/voc/acc pl θεραπαινίς neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινιδίωι — θεραπαινιδίῳ , θεραπαινίδιον neut dat sg θεραπαινιδίῳ , θεραπαινίς neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)